- μετάγω
- (ΑM μετάγω)μεταφέρω κάτι από έναν τόπο σε άλλο («πάντα τὸν πόλεμον μετάξειν εἰς τὴν Λιβύην», Διόδ.)μσν.-αρχ.1. μεταβιβάζω («πᾱσαν τὴν ἀρχὴν Ῥωμαίων εἰς ἐαυτὸν καὶ τοὺς παῑδας μεταγαγεῑν καὶ βεβαιώσασθαι ἠθέλησε», Ηρωδιαν.)2. οδηγώ κάποιον από μια κατάσταση σε άλλη («τοὺς πολίτας εἰς σωφρονεστέραν βίου τάξιν μεταγαγών», Πλούτ.)3. προσελκύω, παρασύρω σε κάτι, αποπλανώαρχ.1. αποστρέφω, απομακρύνω κάτι2. μεταφράζω, μεταγλωττίζω («καὶ ὅταν μεταχθῇ εἰς ἑτέραν γλῶσσαν», ΠΔ)3. κάνω μεταφορά κατά τον λόγο4. ακολουθώ με τον στρατό, πορεύομαι κατόπιν («μετάγειν αὐτὸν ἐκέλευσεν ἧπερ ὁ Ὑστάσπης προῴχετο», Ξεν.)4. παθ. μετάγομαιλαμβάνομαι ως φραστικὸς όρος από άλλη επιστήμη («μετῆκται ἀπὸ τῶν ἐν γεωμετρίᾳ τὸ ὄνομα», Ιάμβλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἄγω «οδηγώ, φέρω»].
Dictionary of Greek. 2013.